- τριανταρίζω
- otuz yaşına girmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τριανταρίζω — Ν [τριάντα] γίνομαι τριάντα χρόνων … Dictionary of Greek
τριανταρίζω — τριαντάρισα (για ηλικία), πλησιάζω τα τριάντα χρόνια, γίνομαι ή είμαι τριάντα ετών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)